Blade Runner Final Cut









Είναι εύκολο να χαθείς ανάμεσα στις διάφορες εκδόσεις του "Blade Runner". Από το 1982 (που κυκλοφόρησε)  μέχρι σήμερα έχει 5 επίσημες εκδόσεις, με μεγάλες ή και μικρές αποκλίσεις μεταξύ τους στις οποίες οι δημιουργοί είχαν μικρό λόγο.

Το παραπλανητικά ονομαζόμενο «Directors Cut» που κυκλοφόρησε το 1991 ήταν απλά βασισμένο σε σημειώσεις του Scott και με καμιά ανάμιξη από τον ίδιο. Τουλάχιστον ο σκηνοθέτης επανέφερε το τέλος που ήθελε και αφαιρέθηκε η αφήγηση κατά την διάρκεια της ταινίας.
Το 2007 ο Ridley Scott θέλησε να βάλει ένα τέλος και επέβλεψε το “Final Cut”, όπου και είναι αυτό που αποτελεί την αφορμή για αυτή την σύντομη ματιά σε αυτό το αριστούργημα.
 


Ας ξεκινήσουμε με ένα ερώτημα.
Γιατί όλος αυτός ο χαμός με τις διαφορετικές εκδόσεις;
Η απάντηση είναι απλή.
Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και το studio φοβήθηκε ότι δεν θα καταλάβει ο κόσμος τίποτα. Όχι βέβαια ότι άλλαξαν και πολλά πράγματα με την κοπτοραπτική καθώς όταν προβλήθηκε ήταν εμπορική αποτυχία (ειδικά στη βόρειο Αμερική), ενώ δίχασε και τους κριτικούς. Τα πράγματα άλλαξαν όταν κυκλοφόρησε στη νεοσύστατη, τότε, αγορά του βίντεο, όπου απέκτησε cult status, για να μιλάμε πλέον για μια κλασσική ταινία με τεράστια επιρροή και εκτός κινηματογράφου (λόγου χάρη στο cyberpunk).

Η παραγωγή είχε προβλήματα από την αρχή, από το ξεκίνημα της ιδέας να γίνει ταινία το βιβλίο του P.K Dick“Do androids dream of an electric sheep?”. 
Ο Dick χαρακτηριζόταν ως παράξενος και ιδιόρρυθμος, γιατί δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο Hollywood (…) για το πως θα διαχειριστεί το έργο του.  Ο παραγωγός Michael Deeley έχοντας και περγαμηνές για την δουλειά του όπως στο Deer Hunter, The Italian Job, The Man Who Fell To Earth, κατάφερε να τον πείσει. Στο άρμα της παραγωγής τότε προστέθηκε ο Ridley Scott, που όταν κατέρρευσε η προσπάθεια του να γυρίσει το Dune και τον ταυτόχρονο θάνατο του μεγάλου του αδερφού, αναζήτησε ένα εύκολο project να καταπιαστεί, ώστε να ξεχαστεί. Πιο έξω, σίγουρα, δεν θα μπορούσε να πέσει όπως θα δούμε αργότερα.


Η επιλογή του πρωταγωνιστή ήταν το επόμενο ένα θέμα.
Ο Harrison Ford δεν ήταν ο πρώτος στη λίστα. Όσο και αν φαίνεται δύσκολο πλέον να το φανταστεί κάποιος, δοκιμαστικά είχε ξεκινήσει ο Dustin Hoffman μέχρι που τελικά να καταλήξουν ότι είχαν διαφορετική οπτική για την ταινία.



Ο Ford όντας στο απόγειο της καριέρας του, με τα "Star Wars" και τον "Indiana Jones", ήθελε μια ταινία με δραματικό βάθος, πράγμα που το πέτυχε, όπως επιπλέον κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τις προηγούμενες του δουλειές. Η low key η ερμηνεία του φέρνει ποιότητα και δίνει βάθος στο χαρακτήρα του Deckard.

 

Καλώς ή κακώς όμως τις εντυπώσεις τις κερδίζει ο Rutger Hauer.
Ήταν η εύκολη επιλογή στο casting. Ήταν τα πρώτα του βήματα τότε στο Holywood και όμως ήταν ατρόμητος, όχι τόσο στους ρόλους που επέλεγε, αλλά στις ερμηνείες του που ήταν πολλές φορές ανώτερες από ίδιο του το υλικό. Σε τούτη τη ταινία, έδωσε το καλλιτεχνικό του στίγμα, μετουσιώνοντας ένα ανδροειδές-πολεμική μηχανή (με άλλο σκηνοθέτη και ηθοποιό άνετα θα κατέληγε σε …Terminator), σε ένα ον που προσπαθεί να αποκτήσει τα ανώτερα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Εδώ είναι μία από τις περιπτώσεις που βρήκε ταινία αντάξια του, και που όπως παραδέχεται ο ίδιος, είναι ότι καλύτερο έχει γυρίσει. Έδωσε στοιχεία και ιδέες στο χαρακτήρα, που ώθησαν τη ταινία σε μια άλλη διάσταση κλέβοντας έτσι την παράσταση (όπως κάνει πάντα η αλήθεια όταν βρίσκεται στο γυαλί).



Ακόμα και ο παραμικρός ρόλος είχε την σημασία του στον κόσμο του Βlade Runner.
Για παράδειγμα ο Edward James Olmos μπορεί να είχε μικρή συμμετοχή αλλά κάθε ιδέα για το πως θα μιλήσει και σε ποια γλώσσα (δεν έλεγε ασυναρτησίες αλλά χρησιμοποίησε μια παραλλαγή της Esperanto) και το πώς θα ντυθεί, ήταν καθαρά δίκη του εργασία και έτσι κατάφερε να δώσει βάρος στην ερμηνεία του, ακόμα και στα “15 λεπτά” που εμφανίζεται συνολικά.
Αυτό ίσχυε και για κάθε μέλος του casting. Δεν υπάρχει ούτε ένας που απλά να φεύγει αδιάφορα.
Χωρίς να δίνεται exposition, χωρίς φλυαρίες, μπορούμε να νοιαστούμε και να σχηματίσουμε εικόνα για κάθε έναν ξεχωριστά (πόσο χρόνο στη ταινία είχε ο Κινέζος κατασκευαστής ματιών, ή το «αφεντικό» του Deccard).



Όλοι οι χαρακτήρες πλαισιώνονται από την εικαστική ματιά του σκηνοθέτη. Κάθε εικόνα έχει μια ιστορία να πει, κάθε πλάνο έχει μέσα του ένα κόσμο που λες και υπήρχε εκεί από πάντα και έχει βιώσει γραμμική εξέλιξη. Σίγουρα η ομάδα των οπτικών εφέ έδωσε τον καλύτερό της εαυτό. Τα πάντα σε μακέτες και τα πάντα τόσο μα τόσο πιστευτά, που  κοιτάνε στα μάτια ακόμα και τι καλύτερες CGI δουλείες του σήμερα.
Ο κόσμος της ταινίας δεν είναι ρεαλιστικός με βάση την σημερινή πραγματικότητα αλλά είναι ρεαλιστικός με την πραγματικότητα της ταινίας στην οποία έχεις βυθιστεί. Οι υπνωτικοί φωτισμοί και ήχοι, είναι τα όπλα του σκηνοθέτη, που έμαθε να τα χειρίζεται στην εντέλεια, από το παρελθόν του στη διαφήμιση.
Ο Scott για χρόνια διατηρούσε διαφημιστική εταιρία με τα αδέρφια του, με μεγάλη επιτυχία. Όταν όμως έχεις όραμα, θες κάτι πολύ περισσότερο από το να χρησιμοποιείς την τεχνική σου για τους άλλους, θες να παράγεις τέχνη και το "Blade Runner" δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα έργο τέχνης, για το οποίο εργάστηκαν εκατοντάδες άτομα (400-500 άτομα ήταν μόνο οι χτίστες και οι μαραγκοί....).


Μένοντας ακόμα στα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για  τη μουσική του Vangelis, που θα στέκει για πάντα ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές αυτού του μουσουργού. Άλλες φορές noir άλλες φορές με ethnic χρώματα  πάντα όμως με αγνή προοδευτική αντίληψη, ακολουθεί τις βασικές ιδέες του σεναρίου και λειτουργεί ως καταλυτής στο να διεισδύσουμε στο σκοτεινό, αποπνιχτικό, γεμάτο μοναξιά και υπαρξιακά αδιέξοδα, κόσμο του "Blade Runner".



Το σενάριο όπως διαμορφωνόταν και οι ιδέες του Scott είναι φαινομενικά μακριά από το βιβλίο όπως και από τις ιδέες του πρώτου σεναρίου, αλλά η ψυχή και ο κόσμος που είχε χτίσει στο μυαλό του o Dick ήταν εκεί.
Λίγο πριν πεθάνει παραδέχτηκε επίσημα την αρτιότητα του όλου εγχειρήματος (δυστυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει για να το δει ολοκληρωμένο). Εκεί όμως, στις δοκιμαστικές προβολές, όσο ο σκηνοθέτης κέρδιζε το στοίχημα με το όραμα του, έχανε την υποστήριξη του studio, όπου ακούγονταν απίστευτες ατάκες του τύπου “This movie gets worse every screening,” , “Deadly Dull” , “MoreTits!”.

Στο χώρο των γυρισμάτων δε, επικρατούσε χάος. Όλα τα γυρίσματα γίνονταν βράδυ, μέσα σε ένα χαμό λάσπης βροχής και τεχνητού καπνού. Ο Scott εκτός από την ζοφερή εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει για το μέλλον εξοικονομούσε και χρήματα και έκρυβε τις “τρύπες” μέσα στο σκοτάδι και στον καπνό. Οι εργαζόμενοι τις ταινίας ήταν δακτυλοδεικτούμενοι και αντικείμενο εμπαιγμού από τα γύρο πλατό των άλλων ταινιών, γιατί κυκλοφορούσαν σαν ανθρακωρύχοι στο τέλος των γυρισμάτων που πάντα ήταν ξημερώματα.
Επιπρόσθετα ο Scott δεν ήταν ικανοποιημένος με το ότι δεν μπορούσε να εργαστεί με τους Άγγλους συνεργάτες του και ξέμεινε με τους Αμερικάνους, φέρνοντας τους στα άκρα με τις απαιτήσεις του.
Άπειρα retakes στα γυρίσματα και κόλλημα σε λεπτομέρειες του τύπου θέλω “100 κούπες για καφέ να επιλέξω την σωστή και χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις” είχαν σαν αποτέλεσμα να ακουστούν φοβεροί διάλογοι με τον σκηνοθέτη να βαριέται να  δίνει εξηγήσεις για τα πάντα (“Don't rationalize with me” ήταν η φράση που τέλειωσε άδοξα έναν από τους διαλόγους με τον art director). Από τη άλλη μεριά όμως ήταν όλοι εξαιρετικά ταλαντούχοι (άλλη μια μνεία πρέπει να γίνει και στο διευθυντή φωτογραφίας που υπέμεινε όλα αυτά τα καπρίτσια έχοντας, μη διεγνωσμένο parkinson) και στο τέλος, το αποτέλεσμα δικαίωσε τις επιλογές.
 
Τα προβλήματα δεν είχαν τελειωμό, έγιναν αρκετές παρεξηγήσεις καθ’ όλη την διάρκεια της παραγωγής, από την αλλαγή του αρχικού σεναριογράφου-παραγωγού της ταινίας (γιατί ξέχναγε ότι η ταινία είναι του Scott), την δυσαρέσκεια του Harrison Ford (είχε μάθει στα νταντέματα του Spielberg), την απειρία της Sean Young να διαχειριστεί τη βαρβαρότητα και την απολυταρχία του σκηνοθέτη (με τον Ford να προσπαθεί να της δώσει ένα οδηγό επιβίωσης), έως τις αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο σενάριο, ακόμα και από τους ηθοποιούς (Rutger Hauer).

Και όμως, αν δει κάποιος το ντοκιμαντέρ για το Blade Runner, Dangerous Days, δεν θα ακούσει να κατηγορεί κανείς, κανέναν και στο τέλος, όλοι παραδέχονται ότι τα πάντα έγιναν όπως έπρεπε. Αξιοθαύμαστο κατά την γνώμη μου.

Θα πάρει πολλές σελίδες, αν μπεις στη διαδικασία να γράψεις για το τι έγινε στα γυρίσματα της ταινίας. Από τις λεπτομέρειες που κόστιζαν χρόνο και χρήμα μέχρι το χτίσιμο των κτιρίων.
Εικαστικά λοιπόν, η ταινία είναι δουλεμένη σχολαστικά.
Από εκεί και πέρα όμως τι;
Σε ένα πιο σημαντικό επίπεδο, η ταινία θέτει ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση.
Ένα ρομπότ θα έχει ποτέ το δικαίωμα να μάθει τον έρωτα;
Να αγαπήσει την ποίηση, να απαγγέλλει Tolkien (όπως κάνει ο Rutger Hauer σε μια σκηνή) ή να μάθει την αξία της ζωής;


Και αν ναι, ποια είναι η πραγματική φύση του ανθρώπου τελικά; Είναι τόσο σημαντικές οι αναμνήσεις που ακόμα και φυτεμένες μπορούν να αποτελέσουν βιωματική-συναισθηματική εμπειρία;
Μπορεί να επεκταθεί η αλληλουχία των ερωτήσεων και να δημιουργηθούν και άλλες ,για την μοναχική φύση του ανθρώπου, τη δημιουργία…
Όμως δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού στο Blade Runner και θα ήταν άδικο να πέσουμε σε αυτή τη παγίδα σε τούτη τη παρουσίαση. Υπάρχουν προτάσεις και ο θεατής επιλέγει.
Εκεί είναι η ψυχή της ταινίας και όπως κάθε μεγάλης ταινίας.
 
Manni



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις